κατ'

κατ'
άνδρα по одному (о людях);

κατ' τετράδες — четвёрками;

καθ' ομίλους группами;

κατ' τόπους — а) местами; — б) на местах;

οι κατ' τόπους αρχές — местные власти;

7) (при обознач, повторяемости, очерёдности):
κατ' έτος каждый год;

κατ' μήνα — каждый месяц;

καθ' εκάστην каждый день, ежедневно;
ολίγον κατ' ολίγον постепенно, понемногу; 8) (при обознач, связи, соотношения; при сравнении):

υπερτερώ κατ' την μόρφωσαν — превосходить по образованию;

9):
τα κατ' εμέ (εσέ, αυτόν κ.λ.π.) что касается меня (тебя, его и т. д.); τα καθ' ημάς ήθη наши обычаи;

§ τα υπέρ και τα κατ' — а) плюсы и минусы; — б) за и против (доводы, аргументы);

κατ' λέξη — буквально, дословно;

κατ' αρχήν а) в принципе; б) если уж говорить...;
κατ' αρχάς сначала, сперва;

κατ' μονάς — наедине;

κατ' ιδίαν наедине, доверительно, конфиденциально;

κατ' τύπους — формально;

κατ' αντιμωλίαν юр. в присутствии обеих сторон;

κατ' βάθος — а) в сущности; — б) глубоко, досконально;

κατ' κράτος — совершенно;

κατ' τα φαινόμενα — по-видимому; — по всей вероятности, вероятно;

κατ' εξοχήν преимущественно;

κατ' συνέπεια — следовательно, в результате; — в случае;

καθ' ην ώραν или καθ' ήν στιγμήν в то время как;

έχω κατ' νούν — намереваться, думать, полагать;

νικήθηκε κατ' κατ' — он потерпел полное поражение;

κατ' επανάληψη многократно, неоднократно;
καθ' υπερβολήν преувеличенно, чрезмерно; κατ' αυτόν τον τρόπο так, таким образом; κατ' ουδένα τρόπον никоим образом; καθ' ην περίπτωσιν в случае; αυτοί καθ' εαυτούς каждый сам по себе; α6*τό καθ' εαυτό само по себе; τα καθ' έκαστα все подробности;

κατ' πώς — или κατ' πού — или καθ' όν τρόπον — как;

κατ' πού ( — или πώς) μας τα λες... — судя по твоему рассказу..., как ты говоришь...;

άϊ κατ' ανέμου иди отсюда!, убирайся!;

κατ' πώς θα στρώσεις, θα πλαγιάσεις ( — или θα κοιμηθείς) — погов, как постелешь, так и поспишь;

κατ' φωνή κι' ο γάιδαρος — погов, о волке речь, а он навстречь;

κατ' μάνα, κατ' κύρη είναι γιός και θυγατέρα — погов, яблоко от яблони недалеко падает;

κατ' τον καιρό και το χορό — посл, всякому овощу своё время


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Полезное


Смотреть что такое "κατ'" в других словарях:

  • κατ — κάτ (Α) συγκεκ. τ. τής πρόθ. κατά, που χρησιμοποιείται μερικές φορές πριν από λέξεις που αρχίζουν από τ …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • Κατ' εξοχήν —         (kat exochen) (греч.) по преимуществу; прежде всего. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • κατ' — κατά , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτ' — ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg ἔται , ἔται clansmen masc nom/voc pl ἔτα , ἔτης clansmen masc voc sg ἔτα , ἔτης clansmen masc nom sg (epic) ἔται ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆτ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆτ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτ — κατά downwards. poetic indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Γεώργιος — I Ονομασία 49 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 152 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φραγκίστας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 609 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μητρόπολης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»